- κεραυλία
- κεραυλ-ία, ἡ,A horn-blowing, Corn.ND6 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραυλία — κεραυλία, ἡ (Α) [κεραύλης] η αύληση με κεράτινο όργανο … Dictionary of Greek
κεραυλίαις — κεραυλία horn blowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)